- απέραντος
- -η, -ο (AM ἀπέραντος, -ον) [περαίνω]αυτός που δεν έχει τέλος, άπειρος2. αναρίθμητος, αμέτρητοςαρχ.1. (για χρόνο) ατελείωτος2. ανεξάντλητος3. αυτός που φαίνεται ότι δεν έχει τέλος4. αυτός που δεν επιτρέπει να δραπετεύσει κανείς, που δεν επιτρέπει έξοδο, αδιάβατος5. (λόγος, δηλ. συλλογισμός) χωρίς πέρας, χωρίς αιτιολογημένο συμπέρασμα.
Dictionary of Greek. 2013.